- φιλογέωργος
- -ος,-ον A 0-1-0-0-0=1 2 Chr 26,10fond of husbandry, fond of agriculture
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
φιλογέωργος — fond of husbandry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογέωργος — ον, Α αυτός που αγαπά τη γεωργία και τον αγροτικό βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γεωργός] … Dictionary of Greek
φιλογέωργον — φιλογέωργος fond of husbandry masc/fem acc sg φιλογέωργος fond of husbandry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογεωργότατος — φιλογέωργος fond of husbandry masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογεώργους — φιλογέωργος fond of husbandry masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογεώργῳ — φιλογέωργος fond of husbandry masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογέωργοι — φιλογέωργος fond of husbandry masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλογεωργία — ἡ, Α [φιλογέωργος] η αγάπη για τη γεωργία και τις γεωργικές εργασίες … Dictionary of Greek